πυρίσπαρτος

πυρίσπαρτος
πῠρί-σπαρτος, ον,
A sowing fire, inflaming,

δῆγμα APl.4.208

(Gabriel.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυρίσπαρτος — ον, Α αυτός που σπέρνει φωτιά, που εκπέμπει φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. αλί σπαρτος, σιδηρό σπαρτος] …   Dictionary of Greek

  • πυρισπάρτου — πυρίσπαρτος sowing fire masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρισπόρος — ον, Α πυρίσπαρτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. φυτοσπόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημασία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”